Μια οπτασία ντυμένη στα λευκά
έτσι τον αποχαιρέτησε
αποχαιρέτησε τον άνθρωπό της
περιεργαζόμουν το πρόσωπό της, έψαχνα
είδα μόνο αγάπη πανίσχυρη αγάπη να την σκεπάζει η θλίψη
έψαχνα θυμό δεν βρήκα πουθενά
είχε φωλιάσει όλος μέσα μου
δεν πρόλαβα. δεν πρόλαβα να του πω
δεν πρόλαβε. δεν πρόλαβε να δει εκείνη
δεν άνοιξε ούτε στιγμή τα μάτια του
δεν μπόρεσε. δεν άντεξε
Γύρισε αμέσως στο σπίτι και ετοίμασε τα πράγματά της
μια βαλίτσα αναμνήσεις γεμάτη αγάπη
Κατάλαβα δέχτηκα σιωπαίνω
Ηρθε η ώρα να γυρίσεις στην πατρίδα σου
πάντα ήξερα πως δεν σε χωρούσε αυτός ο τόπος
αφιερωμένο στην πιο ευγενική ψυχή που έχω την τύχη να είμαι κομμάτι της
στην μητέρα μου.
έτσι τον αποχαιρέτησε
αποχαιρέτησε τον άνθρωπό της
περιεργαζόμουν το πρόσωπό της, έψαχνα
είδα μόνο αγάπη πανίσχυρη αγάπη να την σκεπάζει η θλίψη
έψαχνα θυμό δεν βρήκα πουθενά
είχε φωλιάσει όλος μέσα μου
δεν πρόλαβα. δεν πρόλαβα να του πω
δεν πρόλαβε. δεν πρόλαβε να δει εκείνη
δεν άνοιξε ούτε στιγμή τα μάτια του
δεν μπόρεσε. δεν άντεξε
Γύρισε αμέσως στο σπίτι και ετοίμασε τα πράγματά της
μια βαλίτσα αναμνήσεις γεμάτη αγάπη
Κατάλαβα δέχτηκα σιωπαίνω
Ηρθε η ώρα να γυρίσεις στην πατρίδα σου
πάντα ήξερα πως δεν σε χωρούσε αυτός ο τόπος
αφιερωμένο στην πιο ευγενική ψυχή που έχω την τύχη να είμαι κομμάτι της
στην μητέρα μου.